δακτυλίδωση

δακτυλίδωση
[-ις (-εως)] η
1) см. δακτυλίδωμα; 2) см. δακτυλίωση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δακτυλίδωση" в других словарях:

  • δακτυλίδωση — η 1. το πέρασμα μεταλλικής στεφάνης σε αντικείμενο που έχει σχήμα κυλινδρικό, για ενίσχυση τής αντοχής ή για διακόσμηση 2. η δακτυλίωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»