- δακτυλίδωση
- [-ις (-εως)] η1) см. δακτυλίδωμα; 2) см. δακτυλίωση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δακτυλίδωση — η 1. το πέρασμα μεταλλικής στεφάνης σε αντικείμενο που έχει σχήμα κυλινδρικό, για ενίσχυση τής αντοχής ή για διακόσμηση 2. η δακτυλίωση … Dictionary of Greek